- επανεξέταση
- [-ις (-εως)] η1) пересмотр, повторное рассмотрение; 2) переэкзаменовка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επανεξέταση — η εξέταση που γίνεται ξανά, επανάληψη εξέτασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek
αναθεώρηση — η (Α ἀναθεώρησις) νεοελλ. 1. νέα και επιμελέστερη εξέταση, επανεξέταση, επανέλεγχος, αναψηλάφιση 2. ριζική ανασκευή, αλλαγή τών ιδεών, πεποιθήσεων ή θεωριών κάποιου αρχ. ακριβής εξέταση, έρευνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναθεωρῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθεωρήσιμος] … Dictionary of Greek
αναπεμπασμός — ἀναπεμπασμός, ο (Μ) [ἀναπεμπάζομαι] η επανεξέταση … Dictionary of Greek
ανασκοπή — η (Α ἀνασκοπή) 1. λεπτομερέστερη εξέταση, επανεξέταση, αναθεώρηση 2. αναλογισμός της ευθύνης, επιφύλαξη, δισταγμός αρχ. σκέψη, στοχασμός, εξέταση, μελέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σκοπή «προσεκτική παρατήρηση» < σκέπτομαι] … Dictionary of Greek
ανασκόπηση — η 1. αναδρομή και επανεξέταση του παρελθόντος 2. ανακεφαλαίωση, συνοπτική επανέκθεση … Dictionary of Greek
αναψηλάφηση — Ένδικο μέσο στο οποίο υποβάλλονται οι οριστικές αποφάσεις που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση. Η προθεσμία α. και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, εκτός από εξαιρέσεις. Αν γίνει… … Dictionary of Greek
αντιπερίστασις — ἀντιπερίστασις, η (AM) μσν. 1. αμοιβαία αντίσταση 2. επανεξέταση αρχ. 1. συμπίεση, περίσφιξη από παντού 2. αμοιβαία εναλλαγή … Dictionary of Greek
επαναποδισμός — ἐπαναποδισμός, ο (Α) επανεξέταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα ποδισμός «επιστροφή» (< ποδίζω «δένω»] … Dictionary of Greek